Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
View word page
βιατάς
forceful, mighty

ShortDef

forceful, mighty

Debugging

Headword:
βιατάς
Headword (normalized):
βιατάς
Headword (normalized/stripped):
βιατας
IDX:
17177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17178
Key:

Data

{'content': 'forceful, mighty'}