Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
View word page
βιαστικός
forcible, violent

ShortDef

forcible, violent

Debugging

Headword:
βιαστικός
Headword (normalized):
βιαστικός
Headword (normalized/stripped):
βιαστικος
IDX:
17175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17176
Key:

Data

{'content': 'forcible, violent'}