Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
View word page
βιαστής
one who uses force, a violent man
ShortDef
one who uses force, a violent man
Debugging
Headword:
βιαστής
Headword (normalized):
βιαστής
Headword (normalized/stripped):
βιαστης
IDX:
17174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17175
Key:
Data
{'content': 'one who uses force, a violent man'}