Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
View word page
βιαστέον
one must do violence to

ShortDef

one must do violence to

Debugging

Headword:
βιαστέον
Headword (normalized):
βιαστέον
Headword (normalized/stripped):
βιαστεον
IDX:
17173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17174
Key:

Data

{'content': 'one must do violence to'}