Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
View word page
βιαρκής
supplying the necessaries of life
ShortDef
supplying the necessaries of life
Debugging
Headword:
βιαρκής
Headword (normalized):
βιαρκής
Headword (normalized/stripped):
βιαρκης
IDX:
17169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17170
Key:
Data
{'content': 'supplying the necessaries of life'}