Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
View word page
Βιάνωρ
Bianor
ShortDef
Bianor
Debugging
Headword:
Βιάνωρ
Headword (normalized):
βιάνωρ
Headword (normalized/stripped):
βιανωρ
IDX:
17168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17169
Key:
Data
{'content': 'Bianor'}