Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
View word page
βιαιόω
compel
ShortDef
compel
Debugging
Headword:
βιαιόω
Headword (normalized):
βιαιόω
Headword (normalized/stripped):
βιαιοω
IDX:
17167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17168
Key:
Data
{'content': 'compel'}