Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
View word page
βίαιος
forcible, violent
ShortDef
forcible, violent
Debugging
Headword:
βίαιος
Headword (normalized):
βίαιος
Headword (normalized/stripped):
βιαιος
IDX:
17165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17166
Key:
Data
{'content': 'forcible, violent'}