Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
View word page
βιαιομάχος
fighting violently

ShortDef

fighting violently

Debugging

Headword:
βιαιομάχος
Headword (normalized):
βιαιομάχος
Headword (normalized/stripped):
βιαιομαχος
IDX:
17164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17165
Key:

Data

{'content': 'fighting violently'}