Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
View word page
βιαιομαχέω
fight at close quarters

ShortDef

fight at close quarters

Debugging

Headword:
βιαιομαχέω
Headword (normalized):
βιαιομαχέω
Headword (normalized/stripped):
βιαιομαχεω
IDX:
17163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17164
Key:

Data

{'content': 'fight at close quarters'}