Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
View word page
βιαιομάχας
fighting violently

ShortDef

fighting violently

Debugging

Headword:
βιαιομάχας
Headword (normalized):
βιαιομάχας
Headword (normalized/stripped):
βιαιομαχας
IDX:
17162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17163
Key:

Data

{'content': 'fighting violently'}