Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
View word page
βιαιοκλώψ
stealing forcibly

ShortDef

stealing forcibly

Debugging

Headword:
βιαιοκλώψ
Headword (normalized):
βιαιοκλώψ
Headword (normalized/stripped):
βιαιοκλωψ
IDX:
17161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17162
Key:

Data

{'content': 'stealing forcibly'}