Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
View word page
βιαιοθάνατος
dying a violent death

ShortDef

dying a violent death

Debugging

Headword:
βιαιοθάνατος
Headword (normalized):
βιαιοθάνατος
Headword (normalized/stripped):
βιαιοθανατος
IDX:
17160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17161
Key:

Data

{'content': 'dying a violent death'}