Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
βιαρκής
View word page
βιαιοθανατέω
die a violent death

ShortDef

die a violent death

Debugging

Headword:
βιαιοθανατέω
Headword (normalized):
βιαιοθανατέω
Headword (normalized/stripped):
βιαιοθανατεω
IDX:
17159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17160
Key:

Data

{'content': 'die a violent death'}