Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
Βιάνωρ
View word page
βιαιοθανασία
violent death
ShortDef
violent death
Debugging
Headword:
βιαιοθανασία
Headword (normalized):
βιαιοθανασία
Headword (normalized/stripped):
βιαιοθανασια
IDX:
17158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17159
Key:
Data
{'content': 'violent death'}