Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
βιαιόω
View word page
βιάζω
to constrain
ShortDef
to constrain
Debugging
Headword:
βιάζω
Headword (normalized):
βιάζω
Headword (normalized/stripped):
βιαζω
IDX:
17157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17158
Key:
Data
{'content': 'to constrain'}