Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βηστίας
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
βίαιος
βιαιότης
View word page
βιάζομαι
overwhelm

ShortDef

overwhelm

Debugging

Headword:
βιάζομαι
Headword (normalized):
βιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
βιαζομαι
IDX:
17156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17157
Key:

Data

{'content': 'overwhelm'}