Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βησσίον
βήσσω
Βηστίας
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχας
βιαιομαχέω
βιαιομάχος
View word page
βηχώδης
coughing

ShortDef

coughing

Debugging

Headword:
βηχώδης
Headword (normalized):
βηχώδης
Headword (normalized/stripped):
βηχωδης
IDX:
17154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17155
Key:

Data

{'content': 'coughing'}