Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βησασᾶ
βῆσσα
Βῆσσα
βησσήεις
βησσίον
βήσσω
Βηστίας
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
View word page
βηχία
hoarseness

ShortDef

hoarseness

Debugging

Headword:
βηχία
Headword (normalized):
βηχία
Headword (normalized/stripped):
βηχια
IDX:
17150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17151
Key:

Data

{'content': 'hoarseness'}