Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βήσαλον
βησασᾶ
βῆσσα
Βῆσσα
βησσήεις
βησσίον
βήσσω
Βηστίας
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχίον
βηχώδης
βία
βιάζομαι
βιάζω
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
View word page
βητάρμων
a dancer
ShortDef
a dancer
Debugging
Headword:
βητάρμων
Headword (normalized):
βητάρμων
Headword (normalized/stripped):
βηταρμων
IDX:
17149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17150
Key:
Data
{'content': 'a dancer'}