Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεῦδος
βῆ
βῆβῆ
βῆγμα
Βήθηλα
Βηθλεέμη
Βηλίδες
βηλόθυρον
Βῆλος
βηλός
βῆμα
βηματίζω
βηματιστής
Βήνακος
βήξ
βήρηξ
βήρυλλος
Βῆσα
βήσαλον
βησασᾶ
βῆσσα
View word page
βῆμα
a step, pace; a platform

ShortDef

a step, pace; a platform

Debugging

Headword:
βῆμα
Headword (normalized):
βῆμα
Headword (normalized/stripped):
βημα
IDX:
17131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17132
Key:

Data

{'content': 'a step, pace; a platform'}