Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βερέσχεθος
βερίκοκκον
βέρκιος
Βέσβιον
βεστίον
βεττονική
βεῦδος
βῆ
βῆβῆ
βῆγμα
Βήθηλα
Βηθλεέμη
Βηλίδες
βηλόθυρον
Βῆλος
βηλός
βῆμα
βηματίζω
βηματιστής
Βήνακος
βήξ
View word page
Βήθηλα
Bethel

ShortDef

Bethel

Debugging

Headword:
Βήθηλα
Headword (normalized):
βήθηλα
Headword (normalized/stripped):
βηθηλα
IDX:
17125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17126
Key:

Data

{'content': 'Bethel'}