Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βερέσχεθοι
βερέσχεθος
βερίκοκκον
βέρκιος
Βέσβιον
βεστίον
βεττονική
βεῦδος
βῆ
βῆβῆ
βῆγμα
Βήθηλα
Βηθλεέμη
Βηλίδες
βηλόθυρον
Βῆλος
βηλός
βῆμα
βηματίζω
βηματιστής
Βήνακος
View word page
βῆγμα
expectoration, phlegm

ShortDef

expectoration, phlegm

Debugging

Headword:
βῆγμα
Headword (normalized):
βῆγμα
Headword (normalized/stripped):
βηγμα
IDX:
17124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17125
Key:

Data

{'content': 'expectoration, phlegm'}