Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βέρβερι
βερβέριον
βερβίνια
βεργαΐζω
βέρεδος
βέρεθρον
Βερέκυντες
Βερενίκη
Βερέσχεθοι
βερέσχεθος
βερίκοκκον
βέρκιος
Βέσβιον
βεστίον
βεττονική
βεῦδος
βῆ
βῆβῆ
βῆγμα
Βήθηλα
Βηθλεέμη
View word page
βερίκοκκον
apricot

ShortDef

apricot

Debugging

Headword:
βερίκοκκον
Headword (normalized):
βερίκοκκον
Headword (normalized/stripped):
βερικοκκον
IDX:
17116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17117
Key:

Data

{'content': 'apricot'}