Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βέομαι
βέρβερι
βερβέριον
βερβίνια
βεργαΐζω
βέρεδος
βέρεθρον
Βερέκυντες
Βερενίκη
Βερέσχεθοι
βερέσχεθος
βερίκοκκον
βέρκιος
Βέσβιον
βεστίον
βεττονική
βεῦδος
βῆ
βῆβῆ
βῆγμα
Βήθηλα
View word page
βερέσχεθος
a booby
ShortDef
a booby
Debugging
Headword:
βερέσχεθος
Headword (normalized):
βερέσχεθος
Headword (normalized/stripped):
βερεσχεθος
IDX:
17115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17116
Key:
Data
{'content': 'a booby'}