Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
Βενιαμῖτις
βέομαι
βέρβερι
βερβέριον
βερβίνια
βεργαΐζω
βέρεδος
βέρεθρον
Βερέκυντες
Βερενίκη
Βερέσχεθοι
βερέσχεθος
βερίκοκκον
View word page
βέρβερι
pearl-mussel

ShortDef

pearl-mussel

Debugging

Headword:
βέρβερι
Headword (normalized):
βέρβερι
Headword (normalized/stripped):
βερβερι
IDX:
17106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17107
Key:

Data

{'content': 'pearl-mussel'}