Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
Βενιαμῖτις
βέομαι
βέρβερι
βερβέριον
βερβίνια
βεργαΐζω
βέρεδος
βέρεθρον
View word page
βένθος
the depth

ShortDef

the depth

Debugging

Headword:
βένθος
Headword (normalized):
βένθος
Headword (normalized/stripped):
βενθος
IDX:
17101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17102
Key:

Data

{'content': 'the depth'}