Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
Βενιαμῖτις
βέομαι
βέρβερι
βερβέριον
βερβίνια
βεργαΐζω
βέρεδος
View word page
βένετος
blue

ShortDef

blue

Debugging

Headword:
βένετος
Headword (normalized):
βένετος
Headword (normalized/stripped):
βενετος
IDX:
17100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17101
Key:

Data

{'content': 'blue'}