Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
Βενιαμῖτις
βέομαι
View word page
βεμβραφύη
a dish of μεμβράδες and ἀφύαι
ShortDef
a dish of μεμβράδες and ἀφύαι
Debugging
Headword:
βεμβραφύη
Headword (normalized):
βεμβραφύη
Headword (normalized/stripped):
βεμβραφυη
IDX:
17095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17096
Key:
Data
{'content': 'a dish of μεμβράδες and ἀφύαι'}