Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
Βενιαμῖτις
View word page
βέμβιξ
a top spun by whipping, whirlpool

ShortDef

a top spun by whipping, whirlpool

Debugging

Headword:
βέμβιξ
Headword (normalized):
βέμβιξ
Headword (normalized/stripped):
βεμβιξ
IDX:
17094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17095
Key:

Data

{'content': 'a top spun by whipping, whirlpool'}