Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
Βενιαμίτης
View word page
βεμβικώδης
like a top

ShortDef

like a top

Debugging

Headword:
βεμβικώδης
Headword (normalized):
βεμβικώδης
Headword (normalized/stripped):
βεμβικωδης
IDX:
17093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17094
Key:

Data

{'content': 'like a top'}