Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
Βενετιανός
βένετος
βένθος
Βενιαμίν
View word page
βεμβικίζω
to set a-spinning

ShortDef

to set a-spinning

Debugging

Headword:
βεμβικίζω
Headword (normalized):
βεμβικίζω
Headword (normalized/stripped):
βεμβικιζω
IDX:
17092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17093
Key:

Data

{'content': 'to set a-spinning'}