Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
View word page
βελτίωσις
improvement

ShortDef

improvement

Debugging

Headword:
βελτίωσις
Headword (normalized):
βελτίωσις
Headword (normalized/stripped):
βελτιωσις
IDX:
17088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17089
Key:

Data

{'content': 'improvement'}