Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
Βενδίδεια
View word page
βέλτιστος
best

ShortDef

best

Debugging

Headword:
βέλτιστος
Headword (normalized):
βέλτιστος
Headword (normalized/stripped):
βελτιστος
IDX:
17086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17087
Key:

Data

{'content': 'best'}