Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βεμβραφύη
View word page
βελτιόω
improve
ShortDef
improve
Debugging
Headword:
βελτιόω
Headword (normalized):
βελτιόω
Headword (normalized/stripped):
βελτιοω
IDX:
17085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17086
Key:
Data
{'content': 'improve'}