Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
View word page
βελτιότης
superiority
ShortDef
superiority
Debugging
Headword:
βελτιότης
Headword (normalized):
βελτιότης
Headword (normalized/stripped):
βελτιοτης
IDX:
17084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17085
Key:
Data
{'content': 'superiority'}