Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
View word page
βέλτερος
better, more excellent

ShortDef

better, more excellent

Debugging

Headword:
βέλτερος
Headword (normalized):
βέλτερος
Headword (normalized/stripped):
βελτερος
IDX:
17083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17084
Key:

Data

{'content': 'better, more excellent'}