Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βεμβεύει
βεμβίκεια
View word page
βελουλκικός
of or for βελουλκία, extraction of arrows
ShortDef
of or for βελουλκία, extraction of arrows
Debugging
Headword:
βελουλκικός
Headword (normalized):
βελουλκικός
Headword (normalized/stripped):
βελουλκικος
IDX:
17080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17081
Key:
Data
{'content': 'of or for βελουλκία, extraction of arrows'}