Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
View word page
βελοστασία
range

ShortDef

range

Debugging

Headword:
βελοστασία
Headword (normalized):
βελοστασία
Headword (normalized/stripped):
βελοστασια
IDX:
17074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17075
Key:

Data

{'content': 'range'}