Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βελλεροφόντης
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
View word page
βέλος
projectile; arrow, weapon
ShortDef
projectile; arrow, weapon
Debugging
Headword:
βέλος
Headword (normalized):
βέλος
Headword (normalized/stripped):
βελος
IDX:
17073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17074
Key:
Data
{'content': 'projectile; arrow, weapon'}