Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
Βελλεροφόντης
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
View word page
βελονοθήκη
needle-case
ShortDef
needle-case
Debugging
Headword:
βελονοθήκη
Headword (normalized):
βελονοθήκη
Headword (normalized/stripped):
βελονοθηκη
IDX:
17068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17069
Key:
Data
{'content': 'needle-case'}