Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
Βελλεροφόντης
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
View word page
βελοθήκη
quiver

ShortDef

quiver

Debugging

Headword:
βελοθήκη
Headword (normalized):
βελοθήκη
Headword (normalized/stripped):
βελοθηκη
IDX:
17064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17065
Key:

Data

{'content': 'quiver'}