Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
Βελλεροφόντης
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
View word page
βελενκώθιον
basket
ShortDef
basket
Debugging
Headword:
βελενκώθιον
Headword (normalized):
βελενκώθιον
Headword (normalized/stripped):
βελενκωθιον
IDX:
17059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17060
Key:
Data
{'content': 'basket'}