Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
Βελλεροφόντης
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
View word page
βέκος
bread

ShortDef

bread

Debugging

Headword:
βέκος
Headword (normalized):
βέκος
Headword (normalized/stripped):
βεκος
IDX:
17056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17057
Key:

Data

{'content': 'bread'}