Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
View word page
βεβρώθω
eat, devour
ShortDef
eat, devour
Debugging
Headword:
βεβρώθω
Headword (normalized):
βεβρώθω
Headword (normalized/stripped):
βεβρωθω
IDX:
17052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17053
Key:
Data
{'content': 'eat, devour'}