Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
View word page
Βέβρυξ
Bebrycian

ShortDef

Bebrycian

Debugging

Headword:
Βέβρυξ
Headword (normalized):
βέβρυξ
Headword (normalized/stripped):
βεβρυξ
IDX:
17051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17052
Key:

Data

{'content': 'Bebrycian'}