Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
View word page
βεβρός
stupid
ShortDef
stupid
Debugging
Headword:
βεβρός
Headword (normalized):
βεβρός
Headword (normalized/stripped):
βεβρος
IDX:
17050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17051
Key:
Data
{'content': 'stupid'}