Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελενκώθιον
View word page
βεβουλευμένως
advisedly, designedly

ShortDef

advisedly, designedly

Debugging

Headword:
βεβουλευμένως
Headword (normalized):
βεβουλευμένως
Headword (normalized/stripped):
βεβουλευμενως
IDX:
17049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17050
Key:

Data

{'content': 'advisedly, designedly'}