Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
βέλεμνον
View word page
βεβιασμένως
of necessity

ShortDef

of necessity

Debugging

Headword:
βεβιασμένως
Headword (normalized):
βεβιασμένως
Headword (normalized/stripped):
βεβιασμενως
IDX:
17048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17049
Key:

Data

{'content': 'of necessity'}