Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
βελεηφόρος
View word page
βεβήλωσις
profanation
ShortDef
profanation
Debugging
Headword:
βεβήλωσις
Headword (normalized):
βεβήλωσις
Headword (normalized/stripped):
βεβηλωσις
IDX:
17047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17048
Key:
Data
{'content': 'profanation'}